- θησαυροφύλακας
- οφύλακας θησαυρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θησαυροφύλακας — ο (ΑΜ θησαυροφύλαξ) φύλακας θησαυρού νεοελλ. 1. αυτός που διευθύνει θησαυροφυλάκιο 2. μτφ. αυτός που συντηρεί κάτι σαν θησαυρό («παθῶν θησαυροφύλακας», Παλαμ.) μσν. ταμίας και διαχειριστής κοινότητας, κράτους, ηγεμόνα κ.λπ. αρχ. πάπ. φύλακας… … Dictionary of Greek
θησαυροφύλακας — θησαυροφύλαξ treasurer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυροφυλακώ — θησαυροφυλακῶ, έω (Α) [θησαυροφύλακας] 1. αποταμιεύω 2. είμαι θησαυροφύλακας … Dictionary of Greek
Κρόμγουελ, Τόμας — (Thomas Cromwell, Πότνεϊ 1485 – Λονδίνο 1540). Άγγλος πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά θησαυροφύλακας (1533), γραμματέας του βασιλιά (1534) και γενικός αντιπρόσωπος του θρόνου για τις εκκλησιαστικές υποθέσεις (1535). Το 1536 διορίστηκε λόρδος… … Dictionary of Greek
αγάς — (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του… … Dictionary of Greek
βεστιάριος — βεστιάριος, ο (Μ) θησαυροφύλακας του κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vestiarius( ii) «ιματιοπώλης, ιματιοφύλακας», ουσιαστικοποιημένος τ. αρσ. του επιθ. vestiarius, a, um «ο σχετικός με τα ρούχα» < vestis ( is) «ένδυμα»] … Dictionary of Greek
γαζοφύλαξ — γαζοφύλαξ, ο (AM) θησαυροφύλακας, ταμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάζα «θησαυρός» + φύλαξ] … Dictionary of Greek
δεφτερδάρης — ο όποιος κρατάει τα δεφτέρια, τα κατάστιχα (τίτλος τον οποίο είχε παλιότερα στην Τουρκία ο μέγας θησαυροφύλακας) … Dictionary of Greek
διοικητής — ο (AM διοικητής, Α και θηλ. διοικήτρια) [διοικώ] αυτός που διοικεί ή διευθύνει μια υπηρεσία νεοελλ. 1. «γενικός διοικητής» αυτός που διευθύνει γενική διοίκηση 2. «στρατιωτικός διοικητής» εκείνος που ασκεί τις έκτακτες εξουσίες που απορρέουν από… … Dictionary of Greek
ειδικός — ή, ό (AM εἰδικός, ή, όν) [είδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος») 2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο») νεοελλ. (αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός αυτός που έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek